- δοκιμάζοντας
- δοκιμάζωassaypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Λυκούδης, Γεώργιος — (Πάτρα 1895 – Αθήνα 1955). Βιολονίστας, αρχιμουσικός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί στην Αθήνα και στο ωδείο των Βρυξελλών. Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών και δημιούργησε ένα από τα πρώτα ελληνικά… … Dictionary of Greek
Όσμπορν, Τζον Τζέιμς — (John James Osborne, Λονδίνο 1929 – 1995). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σε ηλικία 16 ετών εγκατέλειψε τις σπουδές του, δοκιμάζοντας να γίνει πρώτα δημοσιογράφος και ύστερα ηθοποιός. Στα 26 του, ύστερα από πολύ δύσκολα… … Dictionary of Greek
Ρομ, Μιχαήλ Ίλιτς — (Ιρκούτσκ, Σιβηρία 1901 – Μόσχα 1971). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1934 με τον Πούσκα, κινηματογραφική διασκευή του περίφημου διηγήματος του Μοπασάν Boul de suif, δοκιμάζοντας καινούριες λύσεις στον τρόπο… … Dictionary of Greek
ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία … Dictionary of Greek